ΣΥΝΔΡΟΜΗ

Πως μπορώ να λαμβάνω το Άμαστρις;

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Σημείωμα της σύνταξης: «Τί τρέχει με το Άμαστρις;»





Από μικρό παιδί είχα ένα μόνιμο άγχος κάθε που φορά που έπρεπε να βρεθώ αντιμέτωπος με μια κόλα χαρτί. Δεν είναι ότι δεν είχα εμπιστοσύνη στη φαντασία μου. Μ’ αυτήν είχα πάντα σχέσεις μάλλον αγαθές. Απλά είχε από τότε την κακή συνήθεια να με επισκέπτεται με την ίδια περίπου συνέπεια, όπως κι οι διανομείς διαφημιστικών φυλλαδίων που χτυπούν κάθε τόσο το κουδούνι του σπιτιού μου: κάθε πιθανή στιγμή της ημέρας εκτός από εκείνη που πραγματικά τους χρειάζομαι, την ώρα δηλαδή που έχω κλειδωθεί απ’ έξω και ψάχνω απεγνωσμένα για έναν μαγικό αριθμό τηλεφώνου...
Δυστυχώς ούτε και τώρα, που η ιδιότητα του επαγγελματία γραφιά έχει θέσει σε δεύτερη μοίρα κάθε άλλη ιδιότητα που είχα στη ζωή μου, κατόρθωσα να απαλλαγώ οριστικά από αυτό το βάσανο. Και κάθε φορά που ξεκινώ την περιπλάνηση στις γειτονιές της θεματολογίας μου, είτε στις χιλιοπερπατημένες και γνώριμες, είτε στις νέες κι ακόμη ανεξερεύνητες, ξέρω πολύ καλά ότι η κατάληξη θα είναι πάντα το ίδιο βασανιστική: κάποιες ατέλειωτες ώρες μπροστά στην εξοργιστικά λευκή οθόνη του υπολογιστή, από την οποία θα μπορέσω να ξεφύγω, μόνο όταν θα έχω τα χέρια μου το εισαγωγικό σημείωμα του τεύχους.
Ειδικά όμως τούτο το σημείωμα του φετινού Δεκέμβρη -ενός Δεκέμβρη που η ζωή τα έφερε έτσι, ώστε να μείνει ορφανός και ξεκρέμαστος, όπως ορφανός και ξεκρέμαστος είναι κάθε Δεκέμβρης, όταν δεν έχει προηγηθεί Νοέμβρης, Οκτώβρης κλπ- είναι το μόνο που ξεκινώ να γράφω απαλλαγμένος από τέτοιου είδους παιδικές δημοσιογραφικές ασθένειες. Άλλωστε είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να πω και τόσα πολλά τα ερωτήματα που είμαι βέβαιος ότι έχουν σχηματιστεί στο μυαλό των αναγνωστών αυτού του περιοδικού (τουλάχιστον όσων το αγαπούν πραγματικά), που νιώθω ότι αυτή τη φορά δεν έχω καμία άνεση για τέτοιου είδους πολυτέλειες.
Ξεκινήσαμε αυτό το περιοδικό χωρίς καμία συναίσθηση ούτε του πόσο σημαντικό, ούτε του πόσο δύσκολο ήταν αυτό που πηγαίναμε να κάνουμε. Και η αλήθεια είναι ότι κάναμε ότι περνούσε από το χέρι μας για να κάνουμε αυτή την εγγενή δυσκολία ακόμη μεγαλύτερη: τολμήσαμε να ερωτοτροπήσουμε με ένα κόστος έκδοσης πρωτοφανές για τα δεδομένα του ποντιακού τύπου, αποκλείσαμε εκ των προτέρων κάθε σκέψη για έσοδα από διαφημίσεις, αρνηθήκαμε με υπερηφάνεια πτωχής πλην τίμιας πρωταγωνίστριας του παλιού ελληνικού κινηματογράφου τη βοήθεια ανθρώπων ή φορέων που προθυμοποιήθηκαν να μας βοηθήσουν. Βάλαμε δηλαδή τις ιδέες μας πάνω από την πεζή πραγματικότητα και ως κακοί και αδιάφοροι γονείς στερήσαμε από το εκδοτικό μας δημιούργημα όλες εκείνες τις μικρές «διευκολύνσεις», που θα καθιστούσαν περισσότερο ανώδυνη την πρώτη δύσκολη περίοδο του βίου του.
Επειδή όμως τα τελευταία χρόνια δεν αντιγράφει μόνο ο κινηματογράφος τη ζωή, αλλά καμιά φορά συμβαίνει και το αντίστροφο, φαίνεται ότι οι αριθμοί συνωμότησαν για να μας δικαιώσουν. Αρκεί να σας πω ότι τα δύο τελευταία τεύχη του Άμαστρις που λάβατε στα χέρια σας πριν από αυτό εδώ, είχαν κατορθώσει παρά τη εξαιρετικά δύσκολη οικονομική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία εκδόθηκαν, να καλύψουν σχεδόν το 90% του κόστους τους. Ήταν μια τεράστια επιτυχία που μας έκανε προς στιγμήν να αναθαρρήσουμε, τόσο ώστε να μην αντιληφθούμε τις ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες που μας περίμεναν.
Όλα ξεκίνησαν ένα πρωϊνό του περασμένου Ιούλη, όταν εντόπισα τυχαία στο διαδίκτυο ένα μικρό σχόλιο που έλεγε, ούτε λίγο - ούτε πολύ, ότι σύμφωνα με το άρθρο 48 του Μνημονίου, του Μεσοπροθέσμου ή κάποιου άλλου τέλος πάντων παρόμοιου κειμένου -απ’ αυτά που με τόση ευκολία κάνουν τους αριθμούς να ευτυχούν και τους ανθρώπους να πάσχουν- καταργείται κάθε μορφή διευκόλυνσης προς τον ελληνικό τύπο. Πρέπει να ξέρετε ότι επί πολλά χρόνια ίσχυε στην Ελλάδα, όπως και στα περισσότερα κράτη του κόσμου, ένα ειδικό καθεστώς τιμολόγησης της ταχυδρομικής αποστολής των περιοδικών και των εφημερίδων, που επέτρεπε στα έντυπα να φτάνουν σε κάθε γωνιά της χώρας με ένα σχετικά ανεκτό οικονομικό κόστος.
Η αλήθεια είναι ότι επρόκειτο για ένα πολύ «ρομαντικό» καθεστώς. Και ήταν τέτοιο, όχι γιατί δημιουργήθηκε για να βοηθήσει ρομαντικά εγχειρήματα, όπως το δικό μας, αλλά γιατί γεννήθηκε μέσα από έναν μεγάλο, βαθύ (και κάθε άλλο παρά ανολοκλήρωτο) έρωτα: εκείνο των Ελλήνων πολιτικών με τους ιδιοκτήτες των μεγάλων εκδοτικών συγκροτημάτων (οι οποίοι, κατά σατανική σύμπτωση είναι πάντοτε και ιδιοκτήτες κάποιας λιγότερο γνωστής μεγάλης επιχείρησης, την πρώτη θέση στο πελατολόγιο της οποίας κατέχει πάντα το ελληνικό δημόσιο). Αυτό λοιπόν το καθεστώς, που θεσπίστηκε για να βοηθήσει τον τύπο –χωρίς αυτό είναι αμφίβολο αν θα υπήρχαν σήμερα στην Ελλάδα πάνω από δύο-τρεις εφημερίδες και άλλα τόσα ίσως περιοδικά- πολύ γρήγορα καταστρατηγήθηκε από διάφορους αετονύχηδες, που έφτασαν να βαπτίζουν ως περιοδικά -κι επομένως να ταχυδρομούν κατά χιλιάδες- διάφορα «περίεργα» έντυπα. Έντυπα που μπορεί να ανέγραφαν στο εξώφυλλό τους τη μαγική λέξη «περιοδικό», αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά καραμπινάτοι διαφημιστικοί κατάλογοι που είχαν ως αποκλειστικό στόχο την υποβοήθηση της μεταμεσονύκτιας τηλεπώλησης πρακτικών σετ από τάπερ ή ιδιαίτερα ανθεκτικών μαχαιριών κουζίνας ασιατικής συνήθως προελεύσεως.
Δεν είμαι καθόλου αντίθετος προς τη λογική της αμείλικτης τιμωρίας κάθε νεοελληνικής παγαποντιάς, ιδίως όταν εκδηλώνεται στο χώρο του τύπου. Η αλήθεια όμως είναι ότι είχα μάλλον υποτιμήσει το θανάσιμο κίνδυνο που κρυβόταν πίσω από τη μικρή είδηση που διάβαζα εκείνο το πρωί. Δεν είναι ότι έχω σε ιδιαίτερη εκτίμηση το ελληνικό κράτος. Ένα κράτος που έχει το μοναδικό παγκόσμιο προνόμιο να διαθέτει πλάι στις επίσημες ιστορίες του και μια εξίσου σημαντική κωμικοτραγική (την πολύ ενδιαφέρουσα «Κωμικοτραγική Ιστορία του Νεοελληνικού Κράτους» του
μακαρίτη Βασίλη Ραφαηλίδη), εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να θεωρείται ιδιαιτέρως σοβαρό. Απλά πίστευα ότι ως μέλος πλέον μιας σοβαρής ένωσης κρατών, όπως η Ε.Ε., δεν θα προχωρούσε ποτέ σε μια τόσο σημαντική αλλαγή, χωρίς να ενημερώσει εγκαίρως τους άμεσα ενδιαφερόμενους, δηλαδή τα ίδια τα έντυπα.
Κούνια που με κούναγε! Διότι το επόμενο πρωί που τηλεφώνησα στο Υπουργείο Τύπου για περισσότερες πληροφορίες, άκουσα έκπληκτος τον αρμόδιο υπάλληλο να μου λέει σχεδόν απολογούμενος -λες κι έφταιγε σε τίποτε ο ίδιος- ότι πράγματι, το μέχρι τότε ισχύον τιμολόγιο αποτελούσε πλέον παρελθόν. Κι ότι επρόκειτο να αντικατασταθεί από ένα νέο, αυστηρότερο, το οποίο κάποια στιγμή θα ανακοίνωνε με σχετική απόφασή του ο «κ. υπουργός». Μόνο που μέχρι να αποφασίσει ο κ. υπουργός, ο υπολογισμός του κόστους ταχυδρόμησης θα γινόταν με το γνωστό πρακτικό τρόπο, που πρώτος στην παγκόσμια ιστορία καθόρισε ο Γαλάτης Βρέννος: με μια ζυγαριά, στη μια μεριά της οποίας θα έμπαιναν εφημερίδες και περιοδικά και στην άλλη χρυσάφι…
Ήταν ολοφάνερο: η πατρίς χρειαζόταν τον οβολό μας. Επομένως δεν είχε παρά να νομοθετήσει για να μας αναγκάσει να της τον δώσουμε (χωρίς βεβαίως να μπει στο κόπο να εξετάσει αν και κατά πόσον ο οβολός αυτός υπήρχε πραγματικά). Τι κι αν στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη αυτού του είδους οι ηθικές αναστολές στην επιβολή εισπρακτικών μέτρων θεωρούνται ως κεκτημένο ήδη από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης; Εδώ είναι Ελλάδα! Κι όπως λέει κι ο ποιητής, «στα δικά μας τα μέρη κάνει ό,τι ώρα μας αρέσει κι ας λένε τα Γκρήνουϊτς…»
Το χειρότερο όμως ήταν ότι είχαμε μπροστά μας 11 μόλις μέρες εντός των οποίων έπρεπε να γράψουμε, να σχεδιάσουμε, να τυπώσουμε, να φακελώσουμε και να ταχυδρομήσουμε όσα περισσότερα τεύχη μπορούσαμε, αν δεν θέλαμε να δούμε τα λιγοστά εναπομείναντα ευρώ του τραπεζικού μας λογαριασμού να μας κουνούν το μαντήλι, επιβιβαζόμενα σε ένα γερμανικό τραίνο με προορισμό το θησαυροφυλάκιο της Bundesbank. Αυτό δηλαδή που έπαθαν οι συμπαθείς εκδότες άλλων εντύπων, που πήγαν αμέριμνοι στα ΕΛΤΑ της γειτονιάς τους, για να ακούσουν εμβρόντητοι τον αρμόδιο υπάλληλο να τους απαντά ότι δεν μπορούσε να παραλάβει τα περιοδικά τους, αν δεν κατέβαλαν μερικές χιλιάδες επιπλέον ευρώ (ειλικρινά ξέρω κάποιους τέτοιους υπαρκτούς συναδέλφους, για μερικούς απ’ τους οποίους δεν θα εκπλαγώ καθόλου αν μάθω ότι βρίσκονται ακόμη σε κάποιο κέντρο αποκατάστασης, προσπαθώντας να αναρρώσουν από την τραυματική εμπειρία που έζησαν επισκεπτόμενοι κάποιο υποκατάστημα των ΕΛΤΑ).
Το δεκαήμερο που ζήσαμε, θα πρέπει χωρίς καμία δόση υπερβολής να γραφεί στις πιο ηρωικές σελίδες του παγκόσμιου περιοδικού τύπου. Ένα πλήθος φίλων και συνεργατών, από τους συντάκτες των κειμένων μέχρι το γραφίστα και τους τυπογράφους -αλλά και τον ευγενέστατο διευθυντή του τοπικού υποκαταστήματος των ΕΛΤΑ, χάρη στην κατανόηση του οποίου και μόνο προλάβαμε τελικά να ταχυδρομήσουμε το περιοδικό μας, λίγα μόλις λεπτά πριν εκπνεύσει οριστικά η σχετική προθεσμία- έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους, έτσι ώστε δύο νέα τεύχη του Άμαστρις -ίσως τα καλύτερα που είχαν γίνει ποτέ- να μπορέσουν να λάβουν το δρόμο για τους αναγνώστες τους.
Αφού λοιπόν τα καταφέραμε, καθίσαμε κι αρχίσαμε να περιμένουμε την ανακοίνωση του νέου τιμολογίου. Μόνο που, όλως περιέργως, αυτό δεν ερχόταν ποτέ. Μέχρι που ακόμη κι εγώ, άνθρωπος εκ πεποιθήσεως καλοπροαίρετος, κατάλαβα ότι μάλλον δεν θα ερχόταν, αν πρώτα το κράτος δεν συγκέντρωνε όχι όσα έπρεπε να λάβει, αλλά όσα χρειαζόταν. Η λογική του Υπουργείου ήταν αφοπλιστικά ειλικρινής: «Σας υποσχεθήκαμε ότι θα καταργήσουμε το μειωμένο τιμολόγιο και θα το αντικαταστήσουμε με ένα νέο. Δε σας είπαμε όμως πότε…».
Αυτός λοιπόν είναι ο λόγος για τον οποίο τα τεύχη των φθινοπωρινών μηνών δεν βρήκαν ποτέ το δρόμο για το τυπογραφείο. Ονομάσαμε την απόφασή μας «οικονομία δυνάμεων» και ήταν πράγματι τέτοια. Για την ακρίβεια ήταν η μόνη λύση να εξασφαλίσουμε την επιβίωση του περιοδικού μέσα σε μία τρικυμία που απειλούσε να τσακίσει στα βράχια της οικονομικής ύφεσης ολόκληρο το πλοίο το ελληνικού τύπου. Το κάναμε όμως υπό μία προϋπόθεση: να μην αλλάξει σε καμία περίπτωση, όσο κι αν δυσκολέψουν τα πράγματα, η τακτική που υιοθετήσαμε από την πρώτη στιγμή της έκδοσης αυτού του περιοδικού, να μη λαμβάνουμε υπόψη κατά τον υπολογισμό της διάρκειας των συνδρομών των φίλων μας τους μήνες κατά τους οποίους δεν έχει εκδοθεί τεύχος. Να το πούμε αλλιώς: να χρεωθούμε εμείς το κόστος της αδυναμίας μας να εκδώσουμε κάποιο τεύχος, αντί να επιχειρήσουμε να το μετακυλήσουμε στους αναγνώστες μας, όπως έκαναν κατά το παρελθόν κάποια ποντιακά έντυπα. Το να χρεωθούμε εμείς και όχι οι αναγνώστες μας τις δυσκολίες έκδοσης του περιοδικού, ήταν η μόνη ηθική λύση (μολονότι κάποιοι αφοσιωμένοι φίλοι έκαναν πως δεν το κατάλαβαν και πήγαν και ανανέωσαν στην τράπεζα τις συνδρομές τους, χωρίς αυτές να έχουν λήξει. Φυσικά αποφασίσαμε να μην δεχτούμε αυτή την γενναιόδωρη κίνησή τους, αλλά να προσθέσουμε στον αριθμό των τευχών που έχουν λαμβάνειν, ένα ατόφιο δωδεκάρι).
Αυτή η περίοδος της αναγκαστικής απουσίας μας, ήταν αναμφίβολα επώδυνη. Ήταν όμως και εξαιρετικά χρήσιμη γιατί μας έδωσε την ευκαιρία να μετρήσουμε τις δυνάμεις μας και κυρίως να ζυγίσουμε το ενδιαφέρον των φίλων του περιοδικού μας με τα πιο ακριβή μέτρα και σταθμά: εκείνα της αντικειμενικής δυσκολίας. Συνηθίζω να λέω με υπερηφάνεια ότι όλο αυτό το τρίμηνο που δεν εκδόθηκε καινούριο τεύχος, δεν βρέθηκε ούτε ένας από τις εκατοντάδες των συνδρομητών του Άμαστρις να σηκώσει το τηλέφωνο και να διαμαρτυρηθεί. Υπήρχαν άνθρωποι που είχαν ανανεώσεις τις συνδρομές τους αμέσως μετά την ταχυδρόμηση του 22ου τεύχους κι επομένως δεν είχαν λάβει κανένα τεύχος από αυτή τη συνδρομή. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν κάθε δικαίωμα να ανησυχούν για την τύχη των χρημάτων τους κι όμως το μόνο που έκαναν, ήταν να τηλεφωνήσουν και να ρωτήσουν -με εξαιρετική πάντα ευγένεια και συστολή- τι συνέβαινε με το περιοδικό. Όπως υπήρχαν κι αναγνώστες, όπως «η θεία η Μαραπάβα» από τον Τετράλοφο της Κοζάνης, που με το θάρρος της φιλίας που μας συνδέει, τηλεφώνησε για να μας επιπλήξει με ύφος προσποιητά αυστηρό: «Τερέστεν, εμείς είμες συνταξιούχοι. Έμαθαμε το περιοδικόν κι ατώρα θέλομ’ ατο. Κάτ’ ποίσ’τεν και στείλ’τε ατο να περάνομε κι εμείς πα τον καιρόν εμουν!»
Τα πράγματα λοιπόν είναι απλά. Αν μετά από δυόμιση χρόνια ζωής το περιοδικό μας έχει κατορθώσει να αγαπηθεί τόσο από τους αναγνώστες του ώστε να τους λείπει κάθε φορά που καθυστερεί, και το κυριώτερο, αν κατόρθωσε τελικά να ξεπεράσει το σκόπελο της αναγκαστικής τρίμηνης απουσίας του, έχοντας σταθερά δίπλα του το σύνολο όσων το αγάπησαν και το στήριξαν μέχρι σήμερα, τότε είναι φανερό ότι κανένας από εμάς, τους δημιουργούς του, δεν έχει το δικαίωμα να παραιτηθεί από αυτήν την προσπάθεια.
Η ελληνική κοινωνία περνά δύσκολες στιγμές. Ως αναπόσπαστο κομμάτι της εμείς οι Πόντιοι δε θα μπορούσαμε να αποτελούμε εξαίρεση. Πολύ φοβάμαι όμως ότι ειδικά για εμάς, αυτή η κρίση ήρθε πάνω σε ένα πολύ κρίσιμο σταυροδρόμι της ιστορικής μας διαδρομής: την ώρα που οι παραδοσιακές βιωματικές διαδικασίες πάνω στις οποίες είχαμε μάθει να στηρίζουμε την επιβίωση της ιδιαιτερότητάς μας, είχαν φτάσει από καιρό στα όριά τους. Αν είχαμε κατορθώσει μέχρι σήμερα να στήσουμε όλες εκείνες τις «τεχνικές» υποδομές που απαιτούνται για την υποβοήθηση αυτής της διαδικασίας, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Εφόσον όμως δεν το έχουμε κάνει -και για αυτό φέρει βαρύτατες ευθύνες ολόκληρο το οργανωτικό μας εποικοδόμημα, από την κορυφή μέχρι τη βάση του- τότε δεν έχουμε παρά δύο λύσεις. Η πρώτη είναι να συγκεντρωθούμε όλοι οι Πόντιοι στην πλατεία Αριστοτέλους και να πάμε να εγγραφούμε ομαδικά στο Ινστιτούτο Γκαίτε (ώστε να πετύχουμε και μεγαλύτερη έκπτωση). Μη βιαστείτε να χαμογελάσετε, μιλώ πολύ σοβαρά. Αν δεν μπορούμε, για οικονομικούς λόγους, να εξασφαλίσουμε την επιβίωση της δικής μας ταυτότητας, τότε τα γερμανικά αποτελούν μια πολύ καλή εναλλακτική λύση (οικονομικά βιώσιμης) ταυτότητας για το μέλλον. Αν πάλι δεν μας αρέσει αυτή η λύση, τότε δεν έχουμε παρά να αναζητήσουμε τρόπους να σώσουμε τη δική μας. Κι αυτό, κακά τα ψέματα, χωρίς δικές μας οργανωμένες συλλογικότητες, μορφωτικές υποδομές και τύπο, ικανό να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών, δεν μπορεί να γίνει.
Εμείς λοιπόν είμαστε αποφασισμένοι, παρ’ όλες τις δυσκολίες, να συνεχίσουμε. Αυτό το περιοδικό θα το κρατήσουμε μαζί, δημιουργοί και αναγνώστες, γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δεν ανήκει στη δική μας γενιά, αλλά σε αυτήν που έρχεται. Κάποτε θα βγούμε από την κρίση και τότε θα πρέπει να κάνουμε έναν πρώτο απολογισμό του τι κατορθώσαμε να πάρουμε μαζί μας και τι αφήσαμε πίσω μας. Ας μην βρεθούμε στη δυσάρεστη θέση να απολογούμαστε στα παιδιά μας για λάθος επιλογές.
Κρατάμε λοιπόν τη στρατηγική της «οικονομίας δυνάμεων», που είναι η μόνη που μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση του περιοδικού σε ένα εχθρικό οικονομικό περιβάλλον, κρατάμε και τους καθαρούς λογαριασμούς πάνω στους οποίους οικοδομήσαμε τη σχέση μας και συνεχίζουμε. Η αρχή «κανένας συνδρομητής δεν λαμβάνει -παρά τις όποιες καθυστερήσεις- ούτε μισό τεύχος λιγότερο από τα δώδεκα που δικαιούται», που αποτελεί την ηθική ταυτότητα αυτού του περιοδικού, θα είναι ο οδηγός μας για τις ημέρες που έρχονται. Τουλάχιστον μέχρι να γιορτάσουμε τα πενηντάχρονα του Άμαστρις, οπότε προσωπικά σκέφτομαι στα σοβαρά να αποσυρθώ…

Δημήτρης Πιπερίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια: