Το θέμα για το οποίο θέλω να μιλήσω σήμερα, αποτελεί μια από
τις λιγότερο γνωστές και συνάμα τις πιο τραγικές πτυχές του ανήθικου
ανθρωποπάζαρου, που οι ιστορικοί ονόμασαν «ανταλλαγή πληθυσμών». Πρόκειται για
την τύχη των ορφανών της προσφυγιάς και μάλιστα όχι τόσο αυτών που
περισυλλέγησαν από διεθνείς (κυρίως αμερικάνικες) ανθρωπιστικές οργανώσεις, όσο
εκείνων που ήρθαν στην Ελλάδα ακολουθώντας κάποια συγγενική ή φιλική
οικογένεια…
Ήρθα για πρώτη φορά αντιμέτωπος με το θέμα πριν από λίγα χρόνια,
όταν κατέγραφα την ιστορία μιας προσφυγικής οικογένειας που ήρθε από τα
περίχωρα της Σαμψούντας κι εγκαταστάθηκε σε ένα χωριό της Καβάλας. Μου είχε
κάνει τότε εντύπωση ο πολύ μεγάλος αριθμός ορφανών παιδιών (πέντε ή έξι, αν
θυμάμαι καλά) που είχε η οικογένεια «υπό την προστασία της». Αργότερα κατάλαβα…
Όπως είναι γνωστό, η αποκατάσταση των προσφύγων έγινε υπό την
εποπτεία ενός διεθνούς ελεγκτικού μηχανισμού. Ίσως μάλιστα για αυτό και να είχε
σχετικά επιτυχή αποτελέσματα. Φαντάζεστε το σημερινό κλεπτοκρατικό ελληνικό
κράτος να λάμβανε από κάπου το ποσό που απαιτείται για τη στέγαση 3.000.000
προσφύγων; Τα τσακάλια του Κολωνακίου θα το είχαν ξεκοκαλίσει πριν καλά-καλά
έρθουν τα χρήματα στην Ελλάδα. Τότε όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά.
Οι ξένοι δανειστές έδωσαν τα χρήματα στην Ελλάδα υπό την προϋπόθεση ότι την
εποπτεία της διαχείρισής τους θα είχε επιτροπή υψηλόβαθμων γραφειοκρατών, που
θα όριζε η Κοινωνία των Εθνών. Όπερ και εγένετο.
Κάθε πρόσφυγας λοιπόν που χαρακτηρίστηκε ως αγρότης, έλαβε σε
σχετικά σύντομο διάστημα τα βασικά που χρειαζόταν για να ξαναστήσει τη ζωή του
στη νέα πατρίδα: ένα σπιτάκι, μερικά ζώα κι έναν αριθμό στρεμμάτων, ο οποίος
προσαυξανόταν, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας στην οποία επρόκειτο να
επιδοθεί το χωριό του (π.χ. οι καπνοπαραγωγικοί κλήροι, ως οι πλέον
προσοδοφόροι, ήταν σαφώς μικρότεροι από τους σιτοπαραγωγικούς), αλλά και
ανάλογα με τον αριθμό των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του, π.χ. 17
στρέμματα συν 3 στρέμματα για κάθε ανήλικο τέκνο της οικογένειας. Το κακό όμως
ήταν ότι αυτά τα επιπλέον στρέμματα, τα προορισμένα για την μελλοντική
αποκατάσταση των ανήλικων μελών της οικογένειας, δεν αποδόθηκαν εξ αρχής στα
ίδια τα παιδιά, αλλά γράφτηκαν στο όνομα του αρχηγού της προσφυγικής
οικογένειας. Με άλλα λόγια κάποιοι αρχηγοί προσφυγικών οικογενειών έλαβαν
επιπλέον χωράφια με την «ηθική» (όχι όμως και νομική) υποχρέωση να τα
μεταβιβάσουν αργότερα στους πραγματικούς δικαιούχους. Και όταν οι δικαιούχοι
αυτοί ήταν τα ίδια τα παιδιά τους, κανένα πρόβλημα. Τι γινόταν όμως όταν οι
μελλοντικοί αυτοί δικαιούχοι δεν ήταν τα βιολογικά τέκνα των προσφύγων, αλλά τα
ξένα παιδιά, συνήθως συγγενικών οικογενειών, που περισυνέλεξαν και έφεραν
μαζί τους;
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το να πάρεις υπό την προστασία σου
ένα παιδί όταν δεν είναι σίγουρο ότι μέσα στις απάνθρωπες συνθήκες που
επικρατούν θα κατορθώσεις να επιβιώσεις και εσύ ο ίδιος, είναι μια πράξη που
μαρτυρά και γενναιότητα, και λεπτά ανθρωπιστικά αισθήματα και ισχυρή λειτουργία
του ένστικτου της κοινωνικής και κοινοτικής αλληλεγγύης. Από την άποψη αυτή
είμαι βέβαιος ότι η συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων που πήραν υπό την
προστασία τους και διέσωσαν ένα ανυπεράσπιστο πλασματάκι, έκαναν μέχρι
τέλους το ανθρωπιστικό τους καθήκον. Δυστυχώς όμως υπήρξαν και περιπτώσεις
που όλα αυτά δεν ήταν και τόσο αυτονόητα.
«Τι τα θες και τα σκαλίζεις;», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος.
Πράγματι, αυτή η ιστορία είναι πολύ παλιά. Άλλωστε όλοι τους, αδικούντες και
αδικούμενοι έχουν μάλλον εγκαταλείψει προ καιρού το μάταιο τούτο κόσμο. Ο μόνος
λόγος που τα γράφω όλα αυτά, είναι γιατί βρέθηκα πρόσφατα μπροστά σε μία ακόμη
τέτοια ιστορία, και μάλιστα από το στενό οικογενειακό μου περίγυρο. Μια ιστορία
που όταν την έμαθα, με βοήθησε να καταλάβω ακόμη καλύτερα εκείνους τους
ανθρώπους. Κι ας πίστευα μέχρι τώρα, ότι τους είχα μελετήσει όσο μπορούσα και
ότι τους γνώριζα καλύτερα από τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας μου.
Κάποτε θα τα γράψω όλα αυτά. Και τότε αναγκαστικά θα
είμαι περισσότερο σαφής απ’ ότι τώρα. Μέχρι τότε όμως θέλω να αφιερώσω αυτές
τις λίγες γραμμές στη θεία Ειρήνη, την αδερφή του παππού μου. Όχι τη γερόντισσα
των 80 χρόνων, που γνώρισα όταν ήμουν παιδί. Αλλά στο 13χρονο κορίτσι, που ήρθε
ορφανό από την Τραπεζούντα, δόθηκε ως παραπαίδι σε μια συγγενική οικογένεια κι
όταν κατάλαβε ότι η αγάπη που εισέπραττε ήταν λιγότερη από αυτή για την οποία
διψούσε, είχε το σθένος να το σκάσει ένα βράδι, να επιβιβαστεί σε ένα φορτηγό,
και να ταξιδέψει 160 χιλιόμετρα για να βρει τα υπόλοιπα αδέρφια της. Για να
πεινάσει μαζί τους. Αρκεί να είναι μαζί τους. Και για να πάει στο σχολείο όπως
τα υπόλοιπα προσφυγάκια, που είχαν την τύχη να έχουν γονείς. Κι όλα αυτά εν
έτει 1926…
Δ.Π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου