ΣΥΝΔΡΟΜΗ

Πως μπορώ να λαμβάνω το Άμαστρις;

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Η ιστορία ενός ξεχασμένου ακριτικού τραγουδιού…



Ήταν κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στην Παναγία Σουμελά στο Βέρμιο. Είχα από μικρό παιδί τάσης φυγής προς την ύπαιθρο κι έτσι την εποχή εκείνη συνήθιζα να ανηφορίζω κάθε 1η Αυγούστου για το «Σπίτι της Σάντας» στην Παναγία Σουμελά και να μένω εκεί μέχρι το Δεκαπενταύγουστο, άλλοτε μόνος μου κι άλλοτε με την παρέα μου. Γέμιζα την τσάντα μου με το ελαφρύτερο ανάγνωσμα που είχε προστεθεί τις μέρες εκείνες στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, επέδραμα στα φανερά στο πορτοφόλι της μάνας μου (και στα κρυφά στο μονίμως αφύλακτο ταμείο της οικογενειακής επιχείρησης) και ξεκινούσα πανευτυχής για τις διακοπές μου, τις μόνες πραγματικές διακοπές που θυμάμαι να έκανα στη ζωή μου.
Στο «Σπίτι της Σάντας» με περίμεναν πάντοτε τα κορίτσια, η Αθηνά και η Υβόννη. Προς θεού, μην πάει ο νους σας στο πονηρό! Διότι τα «κορίτσια», που δεν ήταν πλέον και τόσο κορίτσια, ήταν δύο χωριανές μου χήρες, καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερες από τη μάνα μου, που συνήθιζαν κι αυτές, μόλις άρχιζαν οι ζέστες, να ανεβαίνουν στην Παναγία Σουμελά. Με τη διαφορά ότι αυτές δεν έμεναν για λίγες ημέρες, όπως εμείς, αλλά ολόκληρο το καλοκαίρι. Εμείς οι νεώτεροι τις αποκαλούσαμε «ρομάνες» και εδώ που τα λέμε, η ζωή τους θύμιζε κάτι από τις ρομάνες του Πόντου, αφού ανέβαιναν στο Βέρμιο όχι μόνο για παραθέριση, αλλά και για να καθαρίσουν, να φροντίσουν και να δώσουν ζωή στο πανέμορφο πέτρινο οίκημα που έχτισαν οι συγχωριανοί μας της πρώτης γενιάς, ώστε να έχουν κάπου να μείνουν, όταν επισκέπτονται την Παναγία.
Ένα πρωί χτύπησε η πόρτα και τα κορίτσια, που ήταν απασχολημένα με τις δουλειές του σπιτιού, με έστειλαν να ανοίξω. Ήταν ένας ασπρομάλλης λεβεντόγερος, που ζήτησε ευγενικά να γεμίσει το παγούρι του με νερό (το σπίτι μας ήταν -κι απ’ ότι ξέρω, παραμένει- το αγαπημένο καταφύγιο των προσκυνητών που διανυκτέρευαν τριγύρω του σε σκηνές, και οι οποίοι έρχονταν συνήθως για να προμηθευτούν κρύο νερό, να βάλουν κάποιο τρόφιμο στο ψυγείο ή τώρα πλέον, μετά την τελευταία ανακαίνιση, να κάνουν ένα βιαστικό ντουζ).
Δεν υπήρχε περίπτωση να μπεις σε εκείνο το σπίτι, ιδιαίτερα αν ήσουν Πόντιος και ασπρομάλλης, και να μη σε κρατήσουμε για καφέ. Καθίσαμε λοιπόν στο μεγάλο σαλόνι με τους τέσσερις φρεσκοασπρισμένους τοίχους του γεμάτους με φωτογραφίες πεθαμένων από χρόνια ανταρτών, δασκάλων και παππάδων, και πιαστήκαμε στην κουβέντα. Ονομαζόταν Νικόλαος Αμοιρίδης και καταγόταν από το Χρυσοκέφαλο της Δράμας, ζούσε όμως από χρόνια στο Γιδά. Παραδοσιακός λυράρης και αυθεντικότατος χορευτής της Σέρας παρά τα εβδομήντα του χρόνια, επισκεπτόταν, όπως κι εμείς, κάθε χρόνο την Παναγία Σουμελά κι έμενε εκεί, στο αντίσκηνό του, μέχρι το Δεκαπενταύγουστο.

Απόλαυσα τη συζήτησή μαζί του. Οι Πόντιοι κάποιας ηλικίας, προπάντων οι λυράρηδες, αποτελούσαν από τότε προνομιακά θύματα άσκησης της αχαλίνωτης περιέργειάς μου. Στην περίπτωση του όμως υπήρχε ένας ακόμη λόγος: ο πατέρας του, ο γνωστός «Αμοιρόγλης» από του Κοσμά της Ματσούκας, που ήταν κι εκείνος θαυμάσιος λυράρης και χορευτής και τον οποίον θυμόμουν ότι μνημόνευε κάπου στο βιβλίο του για τα τραγούδια του ποντιακού λαού ο Στάθης Ευσταθιάδης. Δεν είχα ποτέ λαογραφικές φιλοδοξίες, άλλωστε το είδος των αυτοχρισθέντων Ποντίων λαογράφων τελεί εδώ και μερικά χρόνια σε τέτοια αφθονία, ώστε είμαι βέβαιος ότι, αν ο μακαρίτης Γεώργιος Μέγας τύχαινε να βρεθεί στο εντευκτήριο ενός οποιουδήποτε ποντιακού συλλόγου, θα αισθανόταν πανευτυχής. Η περίπτωση όμως του Αμοιρόγλη ήταν πολύ καλή, για να την αφήσω να πάει χαμένη. Του ζήτησα λοιπόν να έρθει και πάλι το απόγευμα για να κάνουμε μία πρόχειρη συνέντευξη. Ευτυχώς δέχθηκε με προθυμία.
Έπρεπε πάση θυσία να βρω ένα μαγνητόφωνο. Ευτυχώς τα κορίτσια είχαν μαζί τους ένα συλλεκτικό Grundig τόσο παλιό, που υποθέτω ότι το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε ήταν το «Μια κότα στρουμπουλή» του Νίκου Γούναρη. Του έβαλα μπαταρίες, το δοκίμασα και περίμενα υπομονετικά.
Το απόγευμα ήρθε ο Αμοιρόγλης. Είχε μάλιστα μαζί του κι ένα συγχωριανό του, επίσης λυράρη, ακόμη μεγαλύτερο σε ηλικία. Ονομαζόταν Αβραάμ Στεφανίδης και καταγόταν από τα Πλάτανα.
Από τα πρώτα λεπτά της συνέντευξης κατάλαβα ότι βρισκόμουν μπροστά σε μία ανεξάντλητη πηγή πολύτιμων λαογραφικών και κυρίως μουσικών πληροφοριών, ένα πραγματικό αδαμαντωρυχείο. Τον ρώτησα πολλά και μου είπε ακόμη περισσότερα. Τη μεγαλύτερη ωστόσο εντύπωση μου έκανε ένα παντελώς άγνωστο σε εμένα -πιθανότατα και σε οποιονδήποτε άλλο- ακριτικό τραγούδι του Ανατολικού Πόντου, που έπαιξε και μου τραγούδησε (και μάλιστα σε ρυθμό τικ, γεγονός εξαιρετικά σπάνιο για ακριτικό τραγούδι):

Ακεί πέραν ’ς σο κρέμπελιν, ’ς σο κρεν πεγάδ’,
ακεί κείται ο Γιάννες του Ανδρονίκου ο γιόν,
σπάθαν κονταριαγμένος κι ολορμάτωτος…

Τον άκουγα συγκλονισμένος. Ήδη από τη εποχή εκείνη είχα σχηματίσει την εντύπωση ότι ο κύκλος της συλλογής αυθεντικού ποντιακού λαογραφικού υλικού είχε κλείσει με την αποχώρηση της πρώτης προσφυγικής γενιάς Ήταν φανερό ότι -για τότε τουλάχιστον- έκανα λάθος. Κάτι βέβαια που δεν ισχύει σήμερα, είκοσι χρόνια μετά. Κι ας υποστηρίζουν κάποιοι συνάδελφοί μου Πόντιοι μουσικοί ότι έτυχε να ανακαλύψουν εν έτει 2011 έναν ξεχασμένο γέρο (προφανώς μουμιοποιημένο) σε ένα μακρινό χωριό, που τους εμπιστεύτηκε μερικά ακυκλοφόρητα παραδοσιακά ποντιακά τραγούδια (κατά σατανική σύμπτωση τόσα ακριβώς, όσα περιέχει και ο τελευταίος προσωπικός τους δίσκος!).
Στα χρόνια που πέρασαν, είδα μία ή δύο φορές ακόμη τον Αμοιρόγλη, πάντα στην Παναγία Σουμελά. Αργότερα, όπως και πολλοί άλλοι, σταμάτησα να ανεβαίνω τόσο συχνά. Ίσως το ίδιο να έκανε και ο Αμοιρόγλης. Πρόσφατα έμαθα από ένα φίλο ότι πέθανε.
Η ιστορία αυτή όμως δεν τελειώνει εδώ. Δύο-τρία χρόνια αργότερα πέρασα στο πανεπιστήμιο και έφυγα για την Κομοτηνή. Και καθώς πολύ γρήγορα αντιλήφθηκα ότι τα μαθήματα της Νομικής (με εξαίρεση το Συνταγματικό Δίκαιο και τη Συνταγματική Ιστορία) μου προκαλούσαν το ίδιο ακριβώς ενδιαφέρον με εκείνα της κοπτικής-ραπτικής , άρχισα να περνώ το χρόνο μου στο γραφείο του τοπικού συλλόγου Ποντίων, ξεφυλλίζοντας τους τόμους του Αρχείου Πόντου και τις δερματόδετες Ποντιακές Εστίες που βρήκα αραδιασμένες στα ράφια. Ένα απόγευμα λοιπόν, εκεί  που διάβαζα μία Ποντιακή Εστία του 1980 ή του 1981, έπεσε το μάτι μου σε ένα κείμενο του Δημήτριου Παπαδόπουλου, του γνωστού «Σταυριώτη», με τίτλο «Ένα άγνωστο ποντιακό ακριτικό τραγούδι». Ήταν το ίδιο ακριβώς τραγούδι που μου έπαιξε και μου τραγούδησε ο Αμοιρόγλης, με τις ίδιες ξεχασμένες λέξεις, κάποιες από τις οποίες ούτε και ο ίδιος ήταν σε θέση να μου εξηγήσει!
Το συγκλονιστικότερο όμως ήταν ότι το άρθρο του Σταυριώτη κατέληγε κάπως έτσι: «επειδή ο πληροφοριοδότης μας δεν γνώριζε το μέλος του σπάνιου αυτού ακριτικού άσματος, παρακαλείται όποιος από τους αναγνώστες της Ποντιακής Εστίας γνωρίζει τη συγκεκριμένη μελωδία, να επικοινωνήσει με τον κ. Δημήτριο Κ.Παπαδόπουλο στο τηλέφωνο τάδε».
Μόλις τότε κατάλαβα πόσο σημαντικό ήταν το τραγούδι που μου είχε τραγουδήσει ο Αμοιρόγλης. Πολλές φορές από τότε σκέφτηκα να το ηχογραφήσω σε κάποιο δίσκο. Με απέτρεψε η σκέψη ότι κάτι τόσο σπάνιο, δεν μπορεί να αναλωθεί για τις ανάγκες του προσωπικού δίσκου ενός οποιουδήποτε Πόντιου τραγουδιστή. Η φυσική του θέση είναι σε μία επιμελημένη ανθολογία του ακριτικού μας τραγουδιού. Πρέπει κάποτε να γίνει και γι αυτό το τραγούδι και για μερικά ακόμη (μετρημένα δυστυχώς στα δάχτυλα του ενός χεριού), που η καλή μου τύχη έφερε στο δρόμο μου σε μια ηλικία που δεν ήμουν ακόμη σε θέση να τα εκτιμήσω…

Δημοσιεύθηκε στο τεύχος 22 του περιοδικού Άμαστρις

Δεν υπάρχουν σχόλια: