του Δημήτρη Πιπερίδη
(αναδημοσίευση από τον τρίτο τόμο του ειδικού αφιερώματος
του National Geographic για τον Πόντο)
Μετά το
1924 ο ποντιακός Τύπος της τ. Ε.Σ.Σ.Δ. μπαίνει σε μία νέα φάση. Οι παλαιές
εφημερίδες κλείνουν και στη θέση τους εμφανίζονται νέες με ριζικά διαφορετικό
ιδεολογικό προσανατολισμό. Ο λόγος δεν είναι τόσο η αποστέρηση του ελληνισμού
της Γεωργίας από την «αστική» πολιτική και πνευματική του ηγεσία (που
εγκαταλείπει αθρόως το Βατούμ και το Σοχούμ για να έρθει στην Ελλάδα), όσο
κυρίως η επικράτηση ενός νέου πολιτικού και κοινωνικού συστήματος, που θέτει
τους δικούς του κανόνες στη λειτουργία του τύπου. Όπως μαρτυρούν οι τίτλοι τους («Κομμουνιστής», «Κολεκτιβιστής», «Κόκκινος Καπνάς» κλπ) τα έντυπα που θα
αναλάβουν να διαδεχθούν τον «αστικό» ποντιακό τύπο της περιόδου 1910-1920,
είναι έντυπα που δεν υπηρετούν απλά τη νέα πολιτική και κοινωνική
πραγματικότητα που έχει εγκαθιδρυθεί στη χώρα, αλλά εκπορεύονται ευθέως από
αυτή. Στη διεύθυνσή τους βρίσκουμε πλέον ονόματα δραστήριων κομμουνιστών
δημοσιογράφων και διανοουμένων, τα περισσότερα από τα οποία απουσιάζουν εντελώς
από τις σελίδες του ποντιακού τύπου της προηγούμενης περιόδου. Όμως και η
«γεωγραφία» του ποντιακού τύπου θα αλλάξει ριζικά, αφού πλέον την πρωτοκαθεδρία
δεν έχουν οι πόλεις της παραλιακής ζώνης με τις υψηλές συγκεντρώσεις Ποντίων
αστών, όσο κάποιες άλλες εστίες του Ελληνισμού της τ. Ε.Σ.Σ.Δ., όπως το Ροστόβ
ή το Κράσνονταρ, κατοικούμενες κυρίως από συμπαγείς προλεταριακούς (αγροτικούς
για την ακρίβεια) ποντιακούς πληθυσμούς.
Ορισμένες
από τις νέες εφημερίδες θα γράφονται στη νεοελληνική, ενώ άλλες στην ποντιακή
διάλεκτο ή τη διάλεκτο των Ελλήνων της Μαριούπολης. Το πιο ενδιαφέρον όμως
στοιχείο τους θα είναι η ξεχασμένη πλέον φωνητική γραφή την οποία
χρησιμοποιούν, καθώς αποτελεί την περίοδο αυτή το θεσμοθετημένο σχεδόν δόγμα με
το οποίο επιχειρούν οι ποντιακής καταγωγής κομμουνιστές διανοούμενοι να
απαντήσουν στο αίτημα για τη δημιουργία δικής τους εθνικής φιλολογίας,
απαλλαγμένης από τις εθνικές και ταξικές «παρεκτροπές» της προεπαναστατικής
περιόδου. Ωστόσο, το γεγονός ότι τα έντυπα αυτά ξεκινούν πάντα από την ίδια
ιδεολογική αφετηρία και αναπτύσσονται μέσα στο ίδιο «θερμοκήπιο» -εκείνο της
θαλπωρής που εξασφαλίζει σε κάθε προσπάθεια έκφρασης μειονοτικής ταυτότητας η
φιλελεύθερη πρώτη μεταεπαναστατική περίοδος- δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει στο
λάθος να παραγνωρίσουμε τις όποιες διαφοροποιήσεις εμφανίζονται μεταξύ τους σε
μια σειρά από επί μέρους θέματα με κυριότερο το γλωσσικό (ένα μέρος των Ποντίων
διανοουμένων της εποχής προκρίνει τη χρησιμοποίηση της νεοελληνικής δημοτικής,
έναντι ενός άλλου που θεωρεί ως φυσικό εργαλείο έκφρασης των σοβιετικών πολιτών
ποντιακής καταγωγής τις τοπικές τους διαλέκτους). Όλα αυτά όμως θα περάσουν
οριστικά στο παρελθόν με τις πρώτες διώξεις της περιόδου 1937-1938. Οι
αυτόνομες ελληνικές περιοχές καταργούνται οριστικά, οι ελληνικές εφημερίδες,
όπως και οι ελληνικοί θίασοι και τα περισσότερα από τα ελληνικά σχολεία,
κλείνουν και οι περισσότεροι από τους λειτουργούς τους παίρνουν στην καλύτερη
περίπτωση το γνώριμο δρόμο της προσφυγιάς, που τώρα οδηγεί στη μεταξική Ελλάδα,
και στη χειρότερη, το δρόμο για τα γκουλάγκ της Σιβηρίας.
Μια
αντίστοιχη προσπάθεια δημιουργίας ελληνικού Τύπου κατά την περίοδο της
«περεστρόικα» θα ξεχαστεί πολύ γρήγορα χωρίς να έχει συνέχεια, αφού δεν είχε το
δυναμισμό της αντίστοιχης προσπάθειας του Μεσοπολέμου, κι άλλωστε οι
περισσότεροι από τους εν δυνάμει αναγνώστες της είχαν πάρει πλέον οριστικά την
απόφαση να έρθουν στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου