του
Δημήτρη Πιπερίδη
(αναδημοσίευση
από τον τρίτο τόμο του ειδικού αφιερώματος
του
National Geographic για τον Πόντο)
Ο όρος
«ποντιακός Τύπος» χρησιμοποιείται συνήθως στη σχετική βιβλιογραφία για να
περιγράψει ένα εξαιρετικά ευρύ φάσμα εντύπων, που έχουν ως μοναδικό κοινό τους
γνώρισμα το γεγονός ότι εκδόθηκαν από τους Έλληνες του Πόντου ή απευθύνθηκαν σε
αυτούς σε κάποια φάση της ιστορικής τους διαδρομής. Πρόκειται για επιλογή
δεοντολογικά αμφιλεγόμενη. Κι αυτό γιατί παραγνωρίζει το γεγονός ότι είναι
διαφορετικό πράγμα τα φιλολογικά περιοδικά που εξέδιδαν οι Έλληνες της
Τραπεζούντας στα τέλη του 19ου αιώνα,
άλλο πράγμα οι επαγγελματικές εφημερίδες που τα διαδέχθηκαν και που αποτελούν
χαρακτηριστική περίπτωση «μειονοτικού» Τύπου, άλλο οι ιδεολογικά στρατευμένες
εφημερίδες των Ελλήνων της τ. Ε.Σ.Σ.Δ., και άλλο, φυσικά, τα σημερινά έντυπα
των Ποντίων της Ελλάδας, που πληρούν όλα τα στοιχεία αυτού που ονομάζουμε
«εθνοτοπικός» Τύπος.
Οι απαρχές του «ποντιακού Τύπου» τοποθετούνται στο β’ μισό του 19ου αιώνα και συμπίπτουν -καθόλου τυχαία-
με δύο σημαντικές εξελίξεις που σημειώνονται την περίοδο αυτή μεταξύ των Ελλήνων
του Πόντου: η πρώτη είναι η σταδιακή μετεξέλιξη του εκπαιδευτικού οικοδομήματος
που έστησαν οι Έλληνες της περιοχής από ιδεολογικά αυτοτροφοδοτούμενο
εκπαιδευτικό μηχανισμό σε μηχανισμό εισαγωγής και διάδοσης της εθνικής
ιδεολογίας που παράγεται την εποχή αυτή στο εθνικό κέντρο και εξάγεται ταχύτατα
στις διάφορες μητροπόλεις του αλύτρωτου Ελληνισμού. Η δεύτερη και σημαντικότερη
εξέλιξη είναι η εξαιρετικά ταχεία -σχεδόν «αυτόματη»- εμφάνιση μιας εγχώριας
ελληνικής αστικής τάξης με δικά της παραγωγικά χαρακτηριστικά. Ενθαρρυμένη από
την οικονομική ισχύ που της εξασφαλίζει η ενασχόλησή της με διαμεσολαβητικές
κυρίως δραστηριότητες, η αστική τάξη των Ελλήνων του Πόντου επιχειρεί από την
πρώτη στιγμή της εμφάνισής της στην ιστορία να αποκτήσει όλα όσα διαθέτουν την
ίδια περίοδο οι Έλληνες αστοί των υπολοίπων μητροπόλεων της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας: δικές τους επιχειρηματικές δομές (ντόπιες Ελληνικές τράπεζες και
ασφαλιστικές επιχειρήσεις), δικές τους δομές κοινωνικής δικτύωσης (π.χ.
εμπορικές λέσχες) και δικό τους Τύπο. Έτσι δεν θα ήταν υπερβολή, αν σημειώναμε
ότι ο Τύπος των Ελλήνων του Πόντου είναι κατά την φάση αυτή, της γένεσής του,
Τύπος ιδεολογικά «εθνοκεντρικός», ενώ ταξικά εκφράζει πρωτίστως τις
(ιδεολογικές, κοινωνικές, ακόμη και επιχειρηματικές) ανάγκες των ανερχόμενων
Ελλήνων αστών του Ευξείνου Πόντου, από τους οποίους άλλωστε αντλεί τη
χρηματοδότησή του.
Το
πρώτο ελληνικό έντυπο που γνωρίζουμε βάσιμα ότι εκδόθηκε στον Πόντο, είναι το
περιοδικό «Εύξεινος Πόντος» (Τραπεζούντα 1880). Πρόκειται για καθαρά φιλολογικό
περιοδικό, από αυτά που την εποχή αυτή κάνουν την εμφάνισή τους σε κάθε
ελληνική μητρόπολη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και δεν απέχει ουσιωδώς από τη
λογική και την αισθητική του «Λόγιου Ερμή» του 1811. Γράφεται σε αυστηρή
καθαρεύουσα (η διαμάχη μεταξύ δημοτικιστών και οπαδών της καθαρεύουσας θα
εισαχθεί μάλλον καθυστερημένα στον Πόντο και εν πάση περιπτώσει δεν θα
αποκτήσει ποτέ την οξύτητα που προσέλαβε στην κυρίως Ελλάδα), εξαντλεί τα
φιλολογικά του ενδιαφέροντα στο πεδίο της λογοτεχνίας με περιστασιακές μόνο
αναφορές σε στοιχεία του τοπικού λαϊκού πολιτισμού, όπως η δημοτική ποίηση, ενώ
στη μόνιμη στήλη του με τον τίτλο «Εσωτερικά» βρίσκουμε τα πρώτα ψήγματα
τοπικής ειδησεογραφίας, που θα αποτελέσουν τον προάγγελο της εμφάνισης, είκοσι
χρόνια αργότερα, των πρώτων επαγγελματικών εφημερίδων. Άλλο χαρακτηριστικό του
με ιδιαίτερη σημασία είναι η στενή σύνδεσή του με την εκπαιδευτική κοινότητα
της πόλης (δεν είναι τυχαίο ότι διευθύνεται από τον καθηγητή του Φροντιστηρίου
της Τραπεζούντας, Θεόδωρο Γραμματικόπουλο) και η ιδιαίτερη έμφαση που δίνει στα
θέματα της εκπαίδευσης. Όπως και άλλα περιοδικά που θα το διαδεχθούν αργότερα,
ο βίος του θα είναι βραχύβιος. Ο διευθυντής του θα εκδώσει μετά από λίγα
χρόνια, σε συνεργασία με το συνάδελφό του καθηγητή στο Φροντιστήριο
Τραπεζούντος Ιωάννη Παρχαρίδη, ένα νέο περιοδικό που ονομάζεται «Αστήρ του
Πόντου» και διαφέρει ελάχιστα από τον «Εύξεινο Πόντο». Και αυτό όμως θα κλείσει
πολύ γρήγορα. Γενικά τα περιοδικά αυτής της περιόδου θα είναι έντυπα θνησιγενή,
αφού περιχαρακωμένα στα φιλολογικά και εκπαιδευτικά τους ενδιαφέροντα, δεν θα
κατορθώσουν να συσπειρώσουν ικανό αριθμό αναγνωστών, που να εγγυάται την
επιβίωσή τους.
Αρκετά
χρόνια αργότερα, την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, μια μικρή φιλολογική
συντροφιά νεαρών Τραπεζουντίων επιχειρεί να δημιουργήσει ένα νέο φιλολογικό
περιοδικό, περισσότερο εναρμονισμένο με τις απαιτήσεις της εποχής, αλλά και τα
νέα γλωσσικά και λογοτεχνικά ρεύματα που κυριαρχούν την περίοδο αυτή στην
κυρίως Ελλάδα και αρχίζουν σταδιακά να εμφανίζονται στον Πόντο. Το περιοδικό
τους ονομάζεται «Επιθεώρησις». Καθώς οι δημιουργοί του είναι ακόμη πολύ νέοι
-έχουν μόλις ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές τους- και προφανώς δεν είναι
σε θέση ούτε να συντηρήσουν ένα οικονομικά βιώσιμο έντυπο, ούτε πολύ
περισσότερο να καθορίσουν τις πνευματικές εξελίξεις του τόπου τους, η ιστορική
αξία του έγκειται κυρίως στη μετέπειτα πορεία των επίδοξων εκδοτών του:
πρόκειται για τον υποψήφιο φοιτητή της Ιατρικής Φίλωνα Κτενίδη, ο οποίος θα
εκδώσει αργότερα στην Ελλάδα την «Ποντιακή Εστία», το μακροβιότερο ποντιακό
έντυπο του ελλαδικού χώρου, και τον Νίκο Καπετανίδη, ο οποίος λίγα χρόνια
αργότερα θα εκδώσει στην Τραπεζούντα μια βραχύβια εφημερίδα τη «Σάλπιγγα» και
-αμέσως μετά- την «Εποχή», μέσω της οποίας θα περάσει όχι μόνο στο πάνθεον τον
πρωτεργατών του ποντιακού Τύπου αλλά και των εθνομαρτύρων της προσπάθειας για
τη δημιουργία της Δημοκρατίας του Πόντου.
Μια
τελευταία απόπειρα έκδοσης ελληνικού περιοδικού στην πόλη της Τραπεζούντας θα
αποτελέσουν οι «Κομνηνοί», που θα κυκλοφορήσουν κατά τη διάρκεια της ρωσικής
κατοχής της Τραπεζούντας (1916-1918) έχοντας την τύχη να αναγράφουν στη θέση
του εκδότη τους το όνομα του μητροπολίτη της πόλης (και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου
Αθηνών) Χρύσανθου.
Η
περίοδος της ακμής του ποντιακού Τύπου αρχίζει μετά το 1900 και συνδέεται με
την εμφάνιση επαγγελματικών εφημερίδων ειδησεογραφικού κυρίως χαρακτήρα. Όπως
συνέβη στις περισσότερες χώρες του κόσμου, όπου η περίοδοι της εμφάνισης και
της ακμής του Τύπου ταυτίζονται με μείζονες πολιτικές εξελίξεις κατά κανόνα
συνταγματικού χαρακτήρα, έτσι και στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου, η
εμφάνιση επαγγελματικών Ελληνικών εφημερίδων, καθίσταται δυνατή μόνο μετά την
επανάσταση των Νεοτούρκων, την ψήφιση του Συντάγματος και το κλίμα της ευφορίας
που τροφοδότησαν στους κύκλους των αστών και των διανοουμένων των διαφόρων
χριστιανικών κυρίως μειονοτήτων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έτσι το 1908
εκδίδεται στην Τραπεζούντα ο «Φάρος της Ανατολής» των αδερφών Σεράση. Για
αρκετά χρόνια θα μονοπωλήσει την ειδησεογραφική αγορά της ελληνικής κοινότητας,
και μόλις λίγα χρόνια πριν την Καταστροφή θα αποκτήσει σοβαρό αντίπαλο στο
πρόσωπο μιας εμβληματικής μορφής του ποντιακού Τύπου, του εθνομάρτυρα Νίκου
Καπετανίδη (1889-1921), ο οποίος μέσα στο σύντομο διάστημα της ζωής της
«Εποχής» (την οποία σημειωτέον θα τολμήσει να εκδώσει στην πιο δύσκολη στιγμή
για την ελληνική κοινότητα της πόλης, δηλαδή κατά την ανακατάληψη της
Τραπεζούντας από τους Τούρκους) θα προλάβει να γράψει μερικές από τις πιο
λαμπρές σελίδες της ιστορίας του ποντιακού Τύπου.
Νίκος Καπετανίδης (Ριζούντα 1889 - Αμάσεια 1921) |
Η
μελέτη της αρχικά υπολανθάνουσας και στη συνέχεια απροκάλυπτης σύγκρουσης
ανάμεσα στις δύο μεγάλες ελληνικές εφημερίδες της Τραπεζούντας, εμφανίζει
τεράστιο ενδιαφέρον, όχι μόνο για τον επίδοξο ερευνητή του ποντιακού Τύπου,
αλλά και για τον ιστορικό της τελευταίας φάσης της ζωής του Ελληνισμού του
Πόντου στην ιστορική κοιτίδα του. Γύρω από τις δύο εφημερίδες συσπειρώνεται
αυτήν την κρίσιμη περίοδο το σύνολο του δυναμικού των δύο ευδιάκριτων
παρατάξεων στις οποίες διαχωρίζεται, υπό την πίεση των ιστορικών εξελίξεων, η
ηγεσία των Ελλήνων του Ανατολικού Πόντου. Πρόκειται για την «ιδεαλιστική» και
τη «ρεαλιστική» μερίδα, όπως προσφυώς τις έχει χαρακτηρίσει ο αείμνηστος Στ.
Αθανασιάδης («Γεροστάθης»). Στη ηγεσία της πρώτης κυριαρχεί η μορφή του
μητροπολίτη της Τραπεζούντας και των στενών συνεργατών του, του καθηγητή
Φυσικομαθηματικών στο Φροντιστήριο Φίλιππου Χειμωνίδη και του δημοσιογράφου Νίκου Καπετανίδη. Στη δεύτερη, ως σταθερό δημοσιογραφικό όργανο της οποίας
λειτουργεί ο «Φάρος της Ανατολής», κυριαρχούν οι επικεφαλής των γειτονικών
μητροπόλεων Χαλδείας Γερβάσιος και Ροδοπόλεως Κύριλλος. Και μολονότι η
σύγκρουση αυτή από ένα σημείο και μετά θα παρεκτραπεί σε προσωπικές
αντεγκλήσεις και βαρύτατες κατηγορίες της μίας προς την άλλη πλευρά, δεν παύει
να αποτελεί τη σημαντικότερη ένδειξη που έχουμε για την εναγώνια προσπάθεια της
φυσικής ηγεσίας του Ελληνισμού του Πόντου να αναζητήσει διέξοδο επιβίωσης
ενώπιων των ραγδαίων ιστορικών εξελίξεων, οι οποίες προδιαγράφουν με σαφήνεια
το τέλος του. Τέλος το οποίο, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες του Χρύσανθου
να αποτρέψει, επιχειρώντας να παρέμβει στο διεθνές διπλωματικό πεδίο, δεν θα
κατορθώσει να αποφύγει.
Μεταξύ
των ετών 1900 και 1924 θα κυκλοφορήσουν στον ιστορικό Πόντο οι ακόλουθες
εφημερίδες: «Φάρος της Ανατολής», «Εποχή», «Ηχώ του Πόντου», «Ανεξάρτητος»,
«Λόγος», «Δράσις», «Ποντικός» και «Σάλπιγξ» (Τραπεζούντα), «Άγκυρα», «Διογένης»
και «Φως» (Σαμψούντα), «Αρητιάς» (Κερασούντα), «Βελζεβούλ» (Ορτού) και «Φωνή»
(Σούρμενα). Δυστυχώς από ελάχιστες από αυτές έχουν σωθεί αντίτυπά τους ώστε να
έχουμε πλήρη εικόνα. Απ’ όσες έχουν σωθεί, γνωρίζουμε ότι ήταν συνήθως
δισεβδομαδιαίες (στην μεγάλη ακμή τους οι εφημερίδες της Τραπεζούντας έφτασαν
να εκδίδονται τρεις και τέσσερις φορές την εβδομάδα), κατά κανόνα τετρασέλιδες
(σε περιόδους κρίσης δισέλιδες και σε περιόδους μεγάλου ειδησεογραφικού
ενδιαφέροντος μέχρι και εξασέλιδες) και διακινούνταν στα μεν αστικά κέντρα του
Πόντου μέσω συνδρομητών ή νεαρών εφημεριδοπωλών, όπως και στην κυρίως Ελλάδα,
ενώ στα χωριά της ενδοχώρας και στις ποντιακές παροικίες του Καυκάσου μέσω του
Ρωσικού και Οθωμανικού ταχυδρομείου.
[Το πλήρες άρθρο φιλοξενείται στο τεύχος 24 του περιοδικού μας]
[Το πλήρες άρθρο φιλοξενείται στο τεύχος 24 του περιοδικού μας]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου