ΣΥΝΔΡΟΜΗ

Πως μπορώ να λαμβάνω το Άμαστρις;

Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Η θεία μ' «η Τούρκ'σσα»



Ήταν ξαδέρφη του παππού μου. Πρώτη ή δεύτερη δεν το ξεδιάλυνα ποτέ, άλλωστε δε μας μίλησε ποτέ ξανά για αυτή την ιστορία. Επίσης ήταν λίγο μεγαλύτερή του. Η οικογένειά της ζούσε στη Δρώνα, ένα χωριό γειτονικό με το δικό μας, την Κούχλα. Όταν μεγάλωσε, αγάπησε έναν συγχωριανό της. Τι το πιο φυσικό, θα σκεφτείς. Προφανώς γιατί δε γνωρίζεις ότι τα χρόνια εκείνα ήταν τόσο διαφορετικά από αυτά που ζούμε σήμερα, που ακόμη και τα πιο αρχέγονα ένστικτα του ανθρώπου, όπως ο έρωτας, ρυθμίζονταν από κανόνες τελείως διαφορετικούς από τους σημερινούς. Ο αγαπημένος λοιπόν της θείας αυτής διέθετε ένα θανάσιμο ελάττωμα: ήταν Τούρκος. Πράγμα που σήμαινε ότι ούτε κουβέντα δεν μπορούσε να γίνει για έναν κανονικό γάμο με παπάδες, ψαλτάδες και, το κυριότερο, με τη συγκατάθεση των γονιών της. Ή εκείνος θα έπρεπε να βαπτιστεί -πράγμα εξαιρετικά απίθανο, αφού θα συνεπαγόταν τεράστιο κίνδυνο για τη ζωή του- ή εκείνη να τουρκέψει. Τελικά επέλεξε το δεύτερο. Φυσικά οι γονείς της δε χάρηκαν με αυτή της την απόφαση. Προσπάθησαν με κάθε τρόπο, άλλοτε με το καλό κι άλλοτε με το άγριο, να τη μεταπείσουν. Μάταιος κόπος. Ένα βράδυ μάζεψε τα πράγματά της και ακολούθησε τον καλό της στον τούρκικο μαχαλά.
(Αν τύχει και ασχοληθείς, έστω και λίγο, με την ιστορία της ράτσας μας, θα συναντήσεις πάρα πολλές παρόμοιες περιπτώσεις. Μόνο που συνήθως η πραγματικότητα ήταν πολύ λιγότερο ρομαντική, από την ιστορία που σου διηγούμαι σήμερα. Τις πιο πολλές φορές το ανίερο για τα ανθρώπινα μάτια σμίξιμο γινόταν με τη βία. Βία την οποία, όπως αντιλαμβάνεσαι, ασκεί συνήθως ο ισχυρός… Όχι όμως και σε αυτήν εδώ την ιστορία. Σε αυτό το σημείο ο παππούς μου ήταν κατηγορηματικός: η ξαδέρφη του παντρεύτηκε το νεαρό Τούρκο, επειδή τον αγάπησε. Τόσο, που να απαρνηθεί για χάρη του θρησκεία, εθνικότητα, ακόμη και την ίδια της την οικογένεια….)

Όπως καταλαβαίνεις, μετά το γάμο της με τον Τούρκο η κοπέλα έχασε κάθε επαφή με την οικογένειά της. Δεν ξέρω αν το επεδίωξε και η ίδια. Πάντως οι δικοί της, συμπεριλαμβανομένου του παππού μου, τη διέγραψαν οριστικά. Για αυτούς ήταν πλέον μια ζωντανή νεκρή. Κι ας ζούσαν στον ίδιο τόπο, κι ας την αντίκριζαν σχεδόν καθημερινά, έστω και κρυμμένη κάτω από τα σκουρόχρωμα τσαρτσάφια της. (Μη βιάζεσαι να κρίνεις καταστάσεις που εσύ, ευτυχώς, δε θα ζήσεις ποτέ. Ήταν τόσο έντονο το κλίμα της μισαλλοδοξίας και του εθνικού παροξυσμού, που διέτρεχε την εποχή εκείνη την ανατολή, από τη μία άκρη της μέχρι την άλλη, που είναι απολύτως βέβαιο ότι καμία «καθωσπρέπει» οικογένεια -είτε χριστιανική ήταν αυτή, είτε μουσουλμανική- δεν θα ήταν περήφανη για τους αλλόθρησκους συμπεθέρους της).

Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Έσο γενναία, μήτηρ μου...

Γρηγόριος Ζαρωτιάδης

Ένα ακόμη αδημοσίευτο ντοκουμέντο από τις φυλακές της Αμάσειας: η συγκινητική επιστολή ενός νέου παιδιού, του Γρηγόριου Ζαρωτιάδη, ο οποίος τελικά κατόρθωσε να διαφύγει την εκτέλεση, να έρθει στην Ελλάδα και να αναδειχθεί αργότερα σε βουλευτή του Ελληνικού Κοινοβουλίου.


Ο Γρηγόριος Ζαρωτιάδης γεννήθηκε λίγα χρόνια πριν το 1900 στην πόλη της Κερασούντας. Η οικογένειά του ασχολείτο, όπως και μεγάλο μέρος των κατοίκων της πόλης,με την παραγωγή και εμπορία φουντουκέλαιου. Αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Κερασουντίων που συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στις φυλακές της Αμάσειας ανήκε στην εμπορική τάξη της πόλης (προκειμένου να ικανοποιηθεί το σατανικό σχέδιο του Τοπάλ Οσμάν να οικειοποιηθεί τις τεράστιες περιουσίες που είχαν συγκεντρώσει οι Κερασούντιοι από το εμπόριο των φουντουκιών προς τη Δυτική Ευρώπη), τότε οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η οικογένειά του πρέπει να ήταν τουλάχιστον εύπορη.
Αφού τελείωσε το τριτάξιο ημιγυμνάσιο της πατρίδας του ο Γρηγόριος Ζαρωτιάδης σπούδασε στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας και μετά την αποφοίτησή του και από αυτό ανέλαβε -αν και δεν ήταν ο μεγαλύτερος γιός της οικογένειας, αλλά ο πιο μορφωμένος- τη διεύθυνση της οικογενειακής επιχείρησης. Το μεγάλο του έγκλημα ήταν ότι δραστηριοποιήθηκε στην κοινωνική και πνευματική ζωή της Κερασούντας, συμμετέχοντας σε διάφορα εθνικά σωματεία που ιδρύθηκαν την εποχή εκείνη από την ελληνική νεολαία της πόλης. Κατά πάσα μάλιστα πιθανότητα υπήρξε από τότε συνεργάτης του μετέπειτα βουλευτή και υπουργού Λεωνίδα Ιασωνίδη, ο οποίος πρωταγωνίστησε την περίοδο εκείνη στην έντονη εθνική δράση της νεολαίας της Κερασούντας. Σ’ αυτό συνηγορεί και η στενή προσωπική σχέση και η πολιτική συνεργασία που είχε ο Ζαρωτιάδης με τον Ιασωνίδη και μετά την έλευσή τους στην Ελλάδα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι δύο φίλοι δεν συνυπήρξαν στις σκοτεινά κελιά της φυλακής της Αμάσειας, αφού είναι γνωστό ότι ο Λεωνίδας Ιασωνίδης πρόλαβε και διέφυγε στη γειτονική Ρωσία (κάτι ωστόσο που δεν εμπόδισε το δικαστήριο να τον καταδικάσει ερήμην σε θάνατο).
Από το κείμενο της επιστολής του φαίνεται ότι αρχικά ο Γρηγόρης Ζαρωτιάδης καταδικάστηκε σε θάνατο. Καθώς όμως τα χρόνια που ακολούθησαν, απέφευγε να μιλά για την περιπέτεια που πέρασε στην πατρίδα, δεν είμαστε σε θέση γνωρίζουμε το πως κατόρθωσε να διαφύγει την αγχόνη. Η εξήγηση που δίνει η οικογένειά του, ότι δηλαδή πιθανόν να του δόθηκε χάρη λόγω του νεαρού της ηλικίας του, δεν φαίνεται να ευσταθεί. Άλλωστε είναι ο γνωστό ότι ο Εμίν Μπέης, ο διαβόητος πρόεδρος του δικαστηρίου ανεξαρτησίας, δε διακρινόταν για την επιείκεια ή τη φιλανθρωπία του, αφού στην ίδια δίκη καταδίκασε με ευκολία σε θάνατο τα ακόμη νεαρότερα σε ηλικία μέλη της αθλητικής ομάδας «Πόντος» του κολεγίου Ανατόλια της Μερζιφούντας. Πάντως την ώρα που έγραφε την επιστολή του στις 9 Σεπτεμβρίου του 1921, μία ημέρα δηλαδή μετά τον απαγχονισμό της πρώτης «παρτίδας» καταδικασθέντων (των πλέον επώνυμων και επομένως πολιτικά επικίνδυνων) ο Γρηγόρης Ζαρωτιάδης πίστευε ότι το ίδιο τέλος ανέμενε και τον ίδιο. Γράφει λοιπόν στη μητέρα του:

Η γλώσσα που δεν είχε το κουράγιο να πεθάνει...


Όταν ο εκ των κορυφαίων Ποντίων φιλολόγων της πρώτης προσφυγικής γενιάς, αείμνηστος Ιορδάνης Παμπούκης, έγραφε πριν από πολλά χρόνια εκείνο το περίφημο «η ποντιακή γλώσσα δεν έχει το κουράγιο να πεθάνει», δεν θα μπορούσε να φανταστεί την τεράστια δημοτικότητα που θα γνώριζε η φράση του αυτή μέσα στην επόμενη πεντηκονταετία. Και δεν εννοώ τόσο την πανηγυρική επανάληψή της από τον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου κατά το 1ο Παγκόσμιο Συνέδριο του Ποντιακού Ελληνισμού (1985), όσο τη διαχρονική κακοποίηση που υφίσταται ακόμη και σήμερα από τα χείλη διαφόρων, αρμοδίων και μη, παραγόντων του ποντιακού χώρου, που τη χρησιμοποιούν δίκην μαρξιστικού τσιτάτου, προκειμένου να καλύψουν την απουσία οποιασδήποτε πολιτικής γύρω από το ζήτημα της επιβίωσης της ποντιακής γλώσσας.

Γιατί τα λέω όλα αυτά; Πολύ απλά γιατί φοβάμαι ότι η ατάκα του Παμπούκη, όσο έξυπνη κι αν ακούγεται, δεν είναι πλέον σε θέση να εκφράσει τη σύγχρονη πραγματικότητα. Η ποντιακή γλώσσα δεν μπορεί να έχει κανένα κουράγιο, για τον πολύ απλό λόγο ότι οι πεθαμένοι (ή έστω οι ετοιμοθάνατοι) συνήθως δεν διακρίνονται για το κουράγιο τους. Και η ποντιακή γλώσσα, τουλάχιστον με τους όρους υπό τους οποίους επιβιώνει μέσα στα πλαίσια της σύγχρονης νεοελληνικής κοινωνίας, έχει απολέσει από καιρό όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να χαρακτηρίσουν μια γλώσσα ως ζωντανή και λειτουργική.

Οι ειδικοί λένε ότι «ζωντανή» ονομάζεται μια γλώσσα, που έχει ζώντες ομιλητές. Από την άποψη αυτή το γεγονός ότι η ποντιακή γλώσσα εξακολουθεί ακόμη να διαθέτει μερικές χιλιάδες χρηστών στον ελλαδικό χώρο -οι Πόντιοι των χωρών της τέως Ε.Σ.Σ.Δ. και οι ποντιόφωνοι μουσουλμάνοι της Τραπεζούντας είναι και πρέπει να θεωρούνται ειδικές περιπτώσεις- ίσως να άφηνε κάποια περιθώρια αισιοδοξίας. Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε το γεγονός ότι οι όσοι επαρκείς χρήστες της ποντιακής γλώσσας έχουν απομείνει, είναι πλέον τουλάχιστον μεσήλικες. Από την άλλη μπορούμε να εξομοιώσουμε τους χρήστες της πρώτης και δεύτερης προσφυγικής γενιάς, για τους οποίους η ποντιακή γλώσσα ήταν όχι μόνο η μητρική τους γλώσσα, αλλά και μια γλώσσα απόλυτα επαρκής να καλύψει τις επικοινωνιακές τους ανάγκες, με το σημερινό νέο, που προσπαθεί -για συναισθηματικούς κυρίως λόγους- να διασώσει μια γλώσσα φτιαγμένη για να υπηρετήσει ανάγκες ολότελα διαφορετικές από τις δικές του; Μπείτε μια μέρα στο facebook και παρακολουθήστε την προσπάθεια των νέων παιδιών από την Ελλάδα, τη Γερμανία, αλλά και την Τραπεζούντα, να επικοινωνήσουν με γραπτά μηνύματα στα ποντιακά. Θα σχηματίσετε αμέσως πλήρη εικόνα του τεράστιου προβλήματος αντιστοίχησης «σημείου» και «σημαινομένου», που έχουν να αντιμετωπίσουν. Επομένως ακόμη κι αν δεχτούμε ότι η ποντιακή γλώσσα παραμένει «ζωντανή», είναι αδύνατον να μπορέσουμε να βρούμε σοβαρά επιχειρήματα για να τη χαρακτηρίσουμε «λειτουργική». Πολύ απλά γιατί δεν είναι.

Επιστολές από τη φυλακή

Για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας σπάνια ντοκουμέντα από την αλληλογραφία του έγκλειστου στις φυλακές της Αμάσειας Αναστάσιου Μελίδη με την οικογένειά του






Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μερικά από τα πιο συγκινητικά ντοκουμέντα που έχουμε στη διάθεση μας από τη μεγάλη συμφορά που έπληξε τον ελληνισμό του Πόντου στις αρχές της ταραχώδους δεκαετίας του 1920, αφορούν τους υπόδικους της Αμάσειας, δηλαδή τον ανθό της πολιτικής, οικονομικής, εκκλησιαστικής και πνευματικής ζωής του Πόντου, που παρέμενε έγκλειστος στις φυλακές της πόλης, αναμένοντας την ανακοίνωση της τελικής απόφασης του διαβόητου Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας. Τα γεγονότα είναι λίγο πολύ γνωστά και άλλωστε περιγράφονται από τον καθηγητή Κωνσταντίνο Φωτιάδη στις προηγούμενες σελίδες του περιοδικού μας. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι, μπορεί οι άνθρωποι εκείνοι να ακολούθησαν τελικά την προδιαγεγραμμένη μοίρα τους, όμως τα τελευταία γραπτά τους -ιστορικά μνημεία ψυχραιμίας και αξιοπρέπειας απέναντι στο θάνατο, από προσωπικότητες όπως ο Νίκος Καπετανίδης, ο Αλέξανδρος Ακριτίδης ή ο Ματθαίος Κωφίδης- εξακολουθούν να συγκινούν ακόμη και σήμερα εκείνον που θα έχει την τύχη να τα διαβάσει.


Μεταξύ των μελλοθάνατων της Αμασείας βρισκόταν και ο Αναστάσιος Μελίδης, πλούσιος ξυλέμπορος της Σαμψούντας, που κατηγορείτο, όπως και οι υπόλοιποι συγκατηγορούμενοί του ότι ενίσχυε οικονομικά το αυτονομιστικό κίνημα του Πόντου. Μάταια προσπαθούσαν οι δυστυχείς μεγαλέμποροι της Αμισού να εξηγήσουν στον πρόεδρο του Δικαστηρίου, το διαβόητο Εμίν Μπέη, ότι οι εγγραφές με τα ονόματά τους που βρέθηκαν στα κατάστιχα της Μητροπόλεως Αμασείας αφορούσαν δωρεές για κοινωφελείς σκοπούς και όχι αγορά οπλισμού. Μιλούσαν «εις ώτα μη ακουώντων».

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Η ιστορία ενός ρολογιού…


        Ο παππούς μου ανήκε σε μία γενιά που δε φόρεσε ποτέ ρολόι χειρός, αλλά έμεινε μέχρι τέλους πιστή σε εκείνα τα πανέμορφα ρολόγια της τσέπης με τις μακριές ασημένιες καδένες, που κατέληγαν σε ένα μικρό τσεπάκι του αντρικού γιλέκου. Κι είχε πράγματι ένα τέτοιο ρολόι ο παππούς, ένα πανέμορφο ρολόι με ασημένια καδένα, μόνο που αντί για την τσέπη του γιλέκου, που είχε από χρόνια εξοβελιστεί από τη γκαρνταρόμπα των Ελλήνων, ακόμη και των γεροντότερων, εκείνη κατέληγε στη δεξιά τσέπη του παντελονιού του.

 Κάποια φορά που το έβγαλε από την τσέπη του, τον ρώτησα αν το είχε από τον πατέρα του.

 -«Όχι, το αγόρασα στην Κατοχή… Εκείνο το πούλησα….».

Δε μου άρεσε καθόλου η απάντησή του. Πως μπορούσε να ομολογήσει τόσο κυνικά ότι είχε πουλήσει το ρολόι του πατέρα του; Λες και είχε στα χέρια του πολλά άλλα ενθύμια από εκείνο το πατέρα, που πέθανε στη «μακρινή πατρίδα». Εδώ καλά-καλά ούτε φωτογραφία του δεν είχαμε… Κι ύστερα, τι το θελε εκείνο το «στην Κατοχή»; Στο νου μου ήρθαν αμέσως οι εικόνες από τις διηγήσεις των γέρων του καφενείου για τα καραβάνια των πεινασμένων Θεσσαλονικέων, που ’παίρναν σβάρνα τα κοντινά χωριά, προσπαθώντας να ανταλλάξουν τα λιγοστά τιμαλφή τους με μια χούφτα σιτάρι. Ο παππούς μου ήταν κατά κοινή ομολογία όσων τον γνώριζαν, ένας καλόψυχος άνθρωπος. Το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσα να πιστέψω γι αυτόν, ήταν ότι είχε γίνει συνένοχος σε μια τόσο ανίερη δοσοληψία.  Δεν άντεξα και προσπάθησα να ανοίξω συζήτηση (πράγμα όχι και τόσο εύκολο, αφού ο «Πιπέρος» είχε έναν δικό του τρόπο να αποφεύγει, συνήθως μονολεκτικά, τις ανεπιθύμητες συζητήσεις). Ευτυχώς εκείνο το πρωί είχε μάλλον τα κέφια του.